Στην προεκλογική της καμπάνια την άνοιξη του 2017, η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel, δήλωσε σε ομιλία της στην Βαυαρία ότι ήταν καιρός η Ευρώπη να «πάρει το μέλλον της στα χέρια της». Ενόψει της βρετανικής ψηφοφορίας για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, περιφρόνησε έναν Αμερικανό πρόεδρο που κοίταζε την Ευρωπαϊκή Ένωση με περιφρόνηση, και υποστήριξε ότι η Ευρώπη χρειαζόταν έναν ηγέτη που θα μπορούσε να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και να εναντιωθεί στους αντιφρονούντες. Η κα Merkel δήλωσε ότι είναι έτοιμη να είναι αυτός ο ηγέτης.
Δυστυχώς όμως, 18 μήνες μετά από εκείνη την δήλωση, η κα Merkel δεν έχει καταφέρει να εκπληρώσει αυτή τη δέσμευση. Η υπόσχεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαμορφώσει μια “πιο στενή ένωση”, μοιάζει περισσότερο με ένα κενό σύνθημα παρά με μια στρατηγική αυτές τις μέρες. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω ολοκλήρωση.
Με την Ευρώπη να πολιορκείται από λαϊκές δυνάμεις τόσο στο εσωτερικό (Ουγγαρία), όσο στο εξωτερικό της (Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν), και τους ψηφοφόρους να εκλέγουν λαϊκίστες της “αντιευρωπαϊκής Ένωσης”, οι ηγέτες σε ολόκληρη την ήπειρο πρέπει να αποδείξουν ότι είναι σίγουροι για το κοινό μέλλον της Ευρώπης. Η κα Merkel το καταλαβαίνει σαφώς – αλλά δεν βοηθά την Ευρώπη να κάνει τίποτα γι ‘αυτό.
Τα πρώτα εμπόδια
Οι δυσκολίες της κυρίας Merkel άρχισαν με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017, όταν το κόμμα της, οι κεντροδεξιοί Χριστιανοδημοκράτες και οι κεντροαριστεροί σοσιαλδημοκράτες έχασαν έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων από το ακροδεξιό κόμμα. Το μήνυμα ήταν σαφές: ο ενθουσιασμός για την κυρία Merkel εξασθένησε. Στη συνέχεια, τα κόμματα χρειάστηκαν περισσότερους από τέσσερις μήνες για να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Μόλις δημιουργήθηκε τελικά ένας συνασπισμός τον Μάρτιο, η ελπίδα πολλών ευρωπαίων πολιτικών ήταν ότι η κα Merkel θα επιστρέψει στην ευρωπαϊκή ατζέντα που είχε επισημάνει κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της. Μέλη της δικής της ομάδας όμως το έκαναν δύσκολο. Ο υπουργός εσωτερικών της, Horst Seehofer, επικεφαλής της χριστιανικής κοινωνικής ένωσης, κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρη την κυβέρνηση το περασμένο καλοκαίρι, όταν απείλησε να παραιτηθεί με αφορμή την σχετικά ανοιχτή μεταναστατευτική πολιτική της κας Merkel.
Η κρίση αυτή αποτράπηκε, αλλά ο κ. Seehofer εξακολουθεί να αμφισβητεί την καγκελάριο και τις αποφάσεις της. Και δεν είναι ο μόνος. Τον περασμένο μήνα, το κόμμα της κας Merkel δέχτηκε σκληρή κριτική από την Volker Kauder , έναν από τους στενότερους συμμάχους της στο Bundestag, το κατώτερο κοινοβούλιο.
Οι διαφωνίες της με τον Macron
Παρόλα αυτά, κατηγορώντας την εσωτερική πολιτική για την αποτυχία της κ. Merkel να πιέσει για μια πιο ολοκληρωμένη ΕΕ, έχει ως αποτέλεσμα να χάνουμε το μεγαλύτερο πρόβλημα της ιστορίας. Κατά το τελευταίο έτος, η Γερμανίδα καγκελάριος έδωσε αρκετές ομιλίες με υποσχέσεις σχετικά με την ανάγκη διατήρησης της ενότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της προστασίας των ανοιχτών κοινωνιών, αλλά είπε λίγα για το πώς αυτοί οι ευρείς στόχοι μεταφράζονται σε πραγματικές πολιτικές.
Επίσης, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ενέργειές της βρίσκονται σε έντονη αντίθεση με εκείνες του Γάλλου Προέδρου Emmanuel Macron. Από τη στιγμή που εξελέγη πέρυσι, ο κος Macron πρότεινε δεκάδες τρόπους για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: τη δημιουργία υπουργού οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κοινής στρατιωτικής δύναμης, προϋπολογισμού για την ευρωζώνη, ευρωπαϊκού οργανισμού πληροφοριών και κοινής πολιτικής ασύλου. Η απάντηση της κας Μέρκελ σε αυτό το τσουνάμι ιδεών ήταν στην καλύτερη περίπτωση “χλιαρή”.
Οι δύο συναντήθηκαν στη Γαλλία φέτος το καλοκαίρι και συμφώνησαν σε πολύ γενικές γραμμές να αρχίσουν να εργάζονται για τον προϋπολογισμό της ευρωζώνης, κάτι το οποίο η κα Merkel απέφευγε για χρόνια. Πολλοί αναλυτές πίστευαν ότι οι δύο πλευρές είχαν κάνει σημαντική πρόοδο στην συνάντηση αυτή, έως ότου οκτώ μέλη της ευρωζώνης απέρριψαν την ιδέα. Για τον κ. Macron (πάντα πρόθυμος να ξεπεράσει τη συμβατική σκέψη), η αντιπολίτευση δεν ήταν λόγος επιβράδυνσης. Για την κ. Merkel, (που ήταν ο τελικός παράγοντας συναίνεσης), ήταν ένα μεγάλο οδόφραγμα.
Η “κούραση” των Γερμανών
Η κ. Merkel, η οποία είναι μεγάλη οπαδός της δημόσιας ψηφοφορίας, έχει επίσης αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι ο λαός της δεν συμφωνεί πια με τις ιδέες του κ. Macron (το οποίο συμβαίνει μάλιστα και εντός της Γαλλίας, όπου η δημοτικότητα του κ. Macron έχει καταρρεύσει). Οι Γερμανοί μπορεί να λάτρεψαν τον κ. Macron κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, αλλά ο ενθουσιασμός αυτός έχει αρχίσει να ξεθωριάζει.
Σήμερα, οι Γερμανοί διαμαρτύρονται για “κόπωση της Ευρώπης” (και κυρίως της χώρας τους) από τις προσπάθειες ανάκαμψης χωρών όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα. Οι Γερμανοί αισθάνονται ότι έχουν ήδη πληρώσει για να σώσουν την Ευρώπη μία φορά, μετά την οικονομική κρίση του 2008, και δεν διατίθονται να το ξανακάνουν.
Η ώρα των αποφάσεων
Κατανοώντας όλα αυτά, η κ.Merkel θα συνεχίσει να συμφωνεί με τις καινοτόμες προτάσεις του κ.Macron, αλλά δεν πρόκειται να μπει σε διαδικασίες για την υλοποίησής τους. Αυτή η προσέγγιση σίγουρα θα εμποδίσει τη Γερμανία να πληρώσει περισσότερα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, και θα μπορούσε ενδεχομένως να σώσει την πολιτική της σταδιοδρομία.
Αλλά η κ.Merkel πρέπει να αναρωτηθεί για το μακροπρόθεσμο κόστος της αποτυχίας: Πόσα θα χάσει η Γερμανία εάν το ευρωπαϊκό σχέδιο συνεχίσει να παραπαίει, εάν ο γαλλο-γερμανικός κινητήρας σταματήσει και όταν οι ευρωπαίοι ηγέτες συναντηθούν αυτό το μήνα, αποτύχει να παράξει νέες ιδέες; Η βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η απόδειξη της πίστης στις κοινές αξίες της Ευρώπης και η κοινή μοίρα της είναι απαραίτητες για να διατηρηθεί ο λαϊκιστικός χαρακτήρας της.
Αν ο κ. Macron χάσει τη μάχη κατά της “λαμπρής” Ουγγαρίας του Viktor Orban, το τίμημα που θα πληρώσει η Γερμανία θα είναι τεράστιο. Κατά την τελευταία θητεία της, η κ.Merkel πρέπει να βρει το θάρρος να συνεργαστεί με τον κ. Macron για να σώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση από την υπαρκτή κρίση της, εφαρμόζοντας κάποιες από τις προτάσεις του γαλλικού προέδρου.
Πρέπει επίσης να προταθεί ένα νέο οικονομικό πλάνο, το οποίο θα αποσκοπεί στην ρεαλιστική εκτίμηση των οικονομιών των χωρών της ΕΕ, και στην συνέχεια στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ξεκινώντας από τις χώρες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία κτλ.). Το μέλλον της Ευρώπης, στηρίζεται στην θητεία της κ. Merkel.
Πηγή: New York Times