Marvel : Από την πτώχευση στην κορυφή

Marvel : Από την πτώχευση στην κορυφή

hJJ7Wty

Με το τέλος του Phase 3 της Marvel να έρχεται στο κινηματογραφικό σύμπαν, με το Spider-Man : Far From Home και μετά την ταινία “έπος” όπως την αποκαλούν, το Endgame, αποφάσισα να αφιερώσω ένα άρθρο στην πορεία της Marvel, στις ταινίες της, στα κόμιξ της αλλά και στις περιπετειές της με την διαχείριση των κεφαλαίων της  και τα πρόθυρα χρεωκοπίας.Μέσα σε λιγότερο από 24 χρόνια, η Marvel από τα όρια της χρεωκοπίας έφτασε να γίνει μια εταιρεία πολλών δισεκατομμυρίων.
Όπως κάθε εξαιρετική ιστορία κόμικ που έχει την πιο σκοτεινή της στιγμή, όπου οι υπέρ-ήρωες που βρίσκονται γονατιστοί, αδύναμοι με την πόλη γύρω τους να καταρρέει και τους κακούς να βρίσκονται κοντά στη νίκη, έτσι και στην πραγματικότητα ανάλογη μοίρα είχε και η Marvel. Η πιο σκοτεινή της ώρα, ήταν τον χειμώνα του 1996.
Η εταιρεία είχε μεγαλώσει μέσα στις δεκαετίες του ’60, ’70 και ’80, χάρις σε εξαιρετικά σχέδια και ιστορίες σε κόμικ όπως το Fantastic Four αλλά και το The Amazing Spider-Man, η οικονομική επιτυχία της Marvel έφτασε στο απόγειό της στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90. Όμως μετά, μια σειρά από… οικονομικές φούσκες άρχισαν να σπάνε η μια μετά την άλλη, όπως και μια σειρά από περίεργες οικονομικές συμφωνίες έφεραν την μετοχή της Marvel στην κατάρρευση. Από $35.75 που κόστιζε η κάθε μια το 1993, έφτασε τρία χρόνια αργότερα στο να βυθιστεί στα $2.375. Μια άσχημη μάχη ανάμεσα στους πλούσιους μετόχους ακολούθησε αργότερα και, για κάποιο χρονικό διάστημα, το μέλλον έμοιαζε αβέβαιο.
Κι όμως, κατάφερε να ανακάμψει, γύρω στα τέλη του 1996 και για πολλά χρόνια αργότερα, έφτασε στο σημείο να γίνει από τα συντρίμμια που βρισκόταν ένας κολοσσός στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Η καταστροφική προφητεία
Το 1993, καθώς η Marvel και η βιομηχανία των κόμικ βρίσκονταν όπως έδειχναν σε εξαιρετικά πλούσια κατάσταση, ο συγγραφέας του Sandman, Neil Gaiman σήκωσε το ανάστημά του και μπροστά από 3000 μαγαζάτορες έδωσε μια ομιλία που λίγοι φάνηκε πως άκουσαν.
Στην ομιλία αυτή, εξέφρασε τις ανησυχίες του πως οι επιτυχίες των βιβλίων κόμικ ήταν μια φούσκα – που από τη μία ήθελε τους συλλέκτες να αγοράζουν διάφορες εκδόσεις με την ελπίδα πως μια μέρα θα στοιχίζουν μια περιουσία. Αυτό, είπε ο Gaiman, έμοιαζε με την… τουλιπομανία, μια περίεργη περίοδο στον 17ο αιώνα όπου η αξία της τουλίπας είχε εκτοξευθεί και είχε ως αποτέλεσμα η αγορά αργότερα να καταρρεύσει.
“Μπορείς να πουλάς πολλά κόμικ στο ίδιο άτομο, ειδικά εάν τους λες πως επενδύουν λεφτά με εξασφαλισμένες μεγάλες επιστροφές”, δήλωσε. Και πρόσθεσε: “Όμως πουλάτε φούσκες και τουλίπες και μια μέρα οι φούσκες θα σπάσουν και οι τουλίπες θα σαπίσουν στις αποθήκες”.
Η φούσκα που είχε περιγράψει ο Gaiman άρχισε λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν τα βιβλία κόμικ, τα οποία στο παρελθόν θεωρούνταν άχρηστα από τους γονείς, έγιναν ακριβά αντικείμενα από συλλέκτες που είχαν μεγαλώσει διαβάζοντας ως παιδιά τους αγαπημένους τους υπερήρωες. Τη δεκαετία του ’80, η συλλεκτικότητα των βιβλίων κόμικ είχε κινήσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να εκκολαφθεί σε ιστορίες των κόμικ της Χρυσής Εποχής, τα οποία είχαν πουληθεί για χιλιάδες δολάρια.
Οι εκδότες από μόνοι τους είχαν εξαρτηθεί από την αγορά των συλλεκτών, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να κυκλοφορούν διάφορα πρωτοσέλιδα, τα οποία αρκετές φορές ήταν γυαλιστερά για να τραβάνε την προσοχή. Αυτά είχαν… αρπαχθεί από τους αναγνώστες, αφού θεωρούσαν σίγουρο πως σε κάποια φάση θα καταφέρουν να τα μεταπωλήσουν σε ψηλή τιμή.
Η άφιξη του Ron Perelman

Καθώς τα κόμικ εξαφανίζονταν από τα ράφια, η Marvel είχε τραβήξει το ενδιαφέρον ενός άντρα, που ονομαζόταν Ron Perelman. Στις φωτογραφίες του εμφανιζόταν συχνά με ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα τεράστιο πούρο στο χέρι – καθώς ήταν ένας εκατομμυριούχος επιχειρηματίας με διάφορα ενδιαφέροντα. Το 1985, είχε κάνει μεγάλη συμφωνία για μια εταιρεία ειδών υγιεινής, την Revlon, μέσω της εταιρείας του MacAndrew & Forbes. Νωρίς στο 1989, ο Perelman είχε δαπανήσει $82,5 εκατομμύρια δολάρια, για να αγοράσει την Marvel Entertainment Group, την οποία κατείχε μέχρι τότε η New World Pictures.
Μέσα σε δύο χρόνια, η Marvel εισήχθει στο χρηματιστήριο, με τον Perelman να πραγματοποιεί κι άλλες επενδύσεις: Είχε αγοράσει μια εταιρεία με την ονομασία Toybiz, προχώρησε στην απόκτηση δυο εταιρειών που κυκλοφορούσαν trading cards – τα αυτοκόλλητα Panini και την εταιρεία διανομής Heroes World. Αυτά είχαν στοιχίσει στην Marvel το ποσό των $700 εκατομμυρίων.
Μέσα στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, η Marvel απολάμβανε τα πλούτη της με επιτυχημένες κυκλοφορίες κόμικ, όπως αυτές του Spider-Man και των X-Men, που πουλούσαν σε τεράστια νούμερα. Ένα νέο βιβλίο, με την ονομασία X-Force, είχε επίσης μεγάλη επιτυχία, αφού το πρώτο τεύχος του κυκλοφόρησε σε συσκευασία με ένα από τα πέντε trading cards να περιλαμβάνεται μέσα. Εάν οι συλλέκτες ήθελαν να αποκτήσουν όλες τις κάρτες, θα έπρεπε να αγοράσουν πολλά αντίτυπα του ίδιου κόμικ. Κι αυτό έκαναν οι συλλέκτες, καθώς αγόραζαν πέντε αντίτυπα και τα διατηρούσαν ανάγκιχτα κι ένα έκτο για να διαβάσουν.
“Όταν άλλαξαν τα δεδομένα”, δήλωσε ο τότε πρόεδρος και CEO της Marvel Scott Sassa, “ήταν σαν όλα τα οποία θα μπορούσαν να πάνε λάθος, πήγαν λάθος”.
Μερικοί ειδήμονες της βιομηχανίας είχαν προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας πως οι τακτικές του Perelman έφεραν τον μαρασμό με αποτέλεσμα να κινδυνεύει προς εξαφάνιση ολόκληρη η βιομηχανία: “Ο Pelerman, είχε σκεφτεί, πως εάν θα ανέβαζε τις τιμές, οι σκληροπυρηνικοί φαν της Marvel θα ξόδευαν περισσότερα λεφτά για να αποκτήσουν κόμικ”, είχε γράψει ο Chuck Rozanski, CEO της Mile High Comics. Και πρόσθεσε: “Μόλις είχε αρκετές πωλήσεις, πήρε την Marvel Public, πουλώντας το 40% των μετοχών, παίρνοντας περισσότερα από όσα ξόδεψε. Το ελαττωματικό του πλάνο, υποσχόταν στους μετόχους ακόμη μεγαλύτερες επεκτάσεις του brand, αλλά και περαιτέρω αύξηση τιμών. Το πλάνο του ήταν αδύνατο να πετύχει, αφού κατέστη προφανές για τους πλείστους εμπόρους το 1993, αφού όλο και περισσότεροι φαν εγκατέλειψαν τη συλλογή κόμικ, η οποία είχε καταντήσει ακριβό χόμπι, ενώ παράλληλα υπήρχε η εντύπωση πως τα κόμικ της Marvel είχαν ποιοτικά χειροτερέψει”.
Εάν ο Pelerman είναι ο κύριος υπεύθυνος ή όχι, οι επιπτώσεις στην βιομηχανία ήταν καταστροφικές. Εκατοντάδες μαγαζιά κόμικ έκλεισαν, αγγίζοντας τη μείωση της τάξης του 70%. Ξαφνικά, το μπαμ έγινε… φούσκα και μέχρι και ο Pelerman είχε παραδεχθεί πως δεν είχε προβλέψει το σκοτεινό μέλλον που είχε προειδοποιήσει ο Gaiman στην ομιλία του. “Δεν μπορούσαμε να χειριστούμε πόσο η αγορά καθοδηγείτο από τους κερδοσκόπους, οι οποίοι αγόραζαν 20 κόμικ, διάβαζαν ένα και φύλαγαν τα υπόλοιπα 19 στη φωλιά τους”.
Η μάχη του διοικητικού συμβουλίου
To 1995, η Marvel Entertainment ήταν βουτηγμένη σε χρέη. Με την ανακοίνωση των ζημιών να έπεται, ο Perelman αποφάσισε να πάει σε άλλο χώρο – δημιούργησε τα Marvel Studios, μια επιχείρηση που ήλπιζε πως θα μετέφερε τους γνωστούς χαρακτήρες της εταιρείας στην μεγάλη οθόνη, μετά από χρόνια νομικών μαχών και διαφορών. Για να το πετύχει αυτό, σχεδίαζε να αγοράσει τις υπόλοιπες μετοχές τις ToyBiz, που ήθελε να εντάξει στην Marvel, δημιουργώντας έτσι μια μονή και πιο δυνατή οντότητα.
Οι μέτοχοι της Marvel αντέδρασαν, λέγοντας πως η ζημιά των μετοχών θα ήταν τεράστια. Η απάντηση του Perelman ήταν να κηρύξει πτώχευση η εταιρεία, κάτι που θα του έδινε τη δύναμη να αναδιοργανώσει την Marvel, χωρίς να υπολογίζει την άποψη των μετόχων.
Εκεί ακολούθησε μια… μάχη που κράτησε σχεδόν δύο χρόνια. Ένας μέτοχος που ονομαζόταν Carl Icahn, προσπάθησε να αντιταχθεί του Perelman και να του ασκήσει οικονομική πίεση. Ο Perelman, σύμφωνα με τον Icahn, “ήταν σαν ένα υδραυλικό στον οποίο δανείζεις λεφτά για να ξεκινήσει δουλειά και έρχεται στο σπίτι σου, το καταστρέφει και σου λέει πως θέλει το σπίτι για τίποτα”.
Η μάχη, η οποία ολοκληρώθηκε το 1998, είχε περίεργες συνέπειες, που ελάχιστοι είχαν προβλέψει. Μετά από δικαστική διαμάχη, η ToyBiz και η Marvel Entertainment Groυp, ενοποιήθηκαν, όμως έμειναν εκτός διαδικασίας οι Plerman και Icahn. Άλλα στελέχη με συνδέσεις με τον Perlmutter είχαν αποκοπεί, συμπεριλαμβανομένου και του CEO Scot Sassa, η διοίκηση του οποίου κράτησε μόλις οκτώ μήνες. Είχαν εκδιωχθεί από δύο διοικούντες την ToyBiz, οι οποίοι ήταν στο συμβούλιο της Marvel από το 1993 – τους Isaac Perlmutter και Avi Arad. Με τον Scot Sassa να είναι εκτός, προχώρησαν στην πρόσληψη του 55χρονου Joseph Calamari ως νέου CEO, ο οποίος βρισκόταν στις τάξεις τις Marvel από τη δεκαετία του ΄80.
Με τις οικονομικές ίντριγκες και με το συμβούλιο να καταλαγιάζει, η Marvel έστρεψε την προσοχή της σε ένα στόχο που προσπαθούσε να βρει διάνα από τη δεκαετία του ’80: Την κινηματογραφική βιομηχανία.
Η Marvel στην μεγάλη οθόνη

Ο Ισραηλινός Avi Arad έφερε αλλαγές στη βιομηχανία των παιχνιδιών. Είχε γίνει CEO της ToyBiz και είχε περιγραφεί ως ο “πιο καυτός developer στην βιομηχανία”. Η μεγάλη αλλαγή στην καριέρα του Arad, ήρθε όταν η Marvel αγόρασε το 46% των μετοχών το 1993. O Arad πήρε το 10% των μετοχών ως μέρος της συμφωνίας και καθώς είχε παραβλέψει την παραγωγή των action figures της Marvel, προχώρησε στην πρόσληψη του θρυλικού Stan Lee ως υπεύθυνου της Marvel Films.
Ο Arad είχε δουλέψει ως αποκλειστικό παραγωγός στην σειρά κινουμένων σχεδίων X-Men και μέχρι το καλοκαίρι του 1993, είχε επισυνάψει συμφωνία με την 20th Century Fox για την δημιουργία ταινίας X-Men.
Για χρόνια, η Marvel πάλευε για να πάρει την περιουσία της στην μεγάλη οθόνη: Τα δικαιώματα του Spider-Man είχαν παγιδευτεί σε ένα δίκτυο που δεν μπορούσε να λυθεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90, ενώ η ταινία Howard The Duck που κυκλοφόρησε το 1986 ήταν μια οικονομική καταστροφή. Τώρα όμως, φάνηκε πως η προσπάθεια του Arad θα απέδιδε καρπούς.
Μετά τα οικονομικά προβλήματα της Marvel είχαν αρχίσει, και ο Arad προσπαθούσε να πείσει το Hollywood για την σινεματική αξία της εταιρείας. “Κυριολεκτικά ο αγώνας ήταν καθημερινός, προσπαθώντας να ανοίξω τα μάτια του κόσμου για να δουν αυτό που βρισκόταν ακριβώς μπροστά τους”, είχε πει σε κατοπινό στάδιο.
Τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν προς το τέλος της δεκαετίας του ’90, όταν η Marvel άρχισε να βρίσκει τα πόδια της. Το Blade ήταν επιτυχία και το X-Men άρχισε να προγραμματίζεται από την Fox. Τα κέρδη της Marvel όμως, ήταν μικρά. Το Blade έκανε $70 εκατομμύρια στο box office, αλλά η επιβράβευση της Marvel ήταν μόλις 25 χιλιάδες δολάρια! Οι X-Men και Spider-Man ήταν τεράστιες επιτυχίες, όμως και πάλι η Marvel είχε μικρά έσοδα. “Είχαμε δώσει αλλού το καλύτερο κομμάτι της δουλειάς μας”, έλεγε ο Arad.
Η δημιουργία ενός Cinematic Universe

Το 2003, ένας ταλαντούχος ατζέντης ονόματι David Maissel, προσέγγισε τον Isaac Perlmutter της Marvel με μια πρόταση. Γιατί να μην προχωρήσει η εταιρεία στην παραγωγή των ταινιών υπό τη δική της αιγίδα και να εκμεταλλευτεί πλήρως τα κέρδη της; Και αν θα παράξει τις δικές τις ταινίες, γιατί να μην συνυπάρχουν στο ίδιο σύμπαν, όπως ακριβώς κάνουν στα κόμικ;
Ήταν μια ιδέα, η οποία στη θεωρεία, θα μπορούσε να αξίζει εκατομμύρια. Η μετοχή της εταιρείας άρχισε να ανακάμπτει το 1996 και ο Maisel έλεγε πως η κινηματογραφική παραγωγή θα πολλαπλασίαζε τα κέρδη. Το πρόβλημα όμως, ήταν να πειστεί η Marvel.
Η αρχή έγινε το 2005, όταν η Marvel σύναψε συμφωνία με την Merrill Lynch, εταιρεία της Wall Street. Οι λεπτομέρειες της συμφωνίας ακούγονταν ριψοκίνδυνες: Η Marvel αρχικά πρόσφερε τα κοσμήματά της, χαρακτήρες όπως οι Thor και Captain America. Εάν δεν έκαναν έσοδα οι ταινίες, αυτοί οι ήρωες θα άνηκαν κυριολεκτικά ξαφνικά στην τράπεζα!
Η Merrill Lynch είχε δώσει πρόσβαση στην Marvel σε 525 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο εφτά χρόνων, τα οποία θα μπορούσε να ξοδέψει σε 10 ταινίες με μπάτζετ μεταξύ των 45 με 180 εκατομμυρίων δολαρίων. Με αυτό, η Marvel κατάφερε να εξαγοράσει τα δικαιώματα των χαρακτήρων που είχε παραχωρήσει στο παρελθόν, συμπεριλαμβανομένων των Iron Man, Black Widow, Thor και Hulk.
Λίγο αργότερα η συμφωνία με την Merrill Lynch είχε κατοχυρωθεί, με την Marvel να ανακοινώνει πως ο Iron Man θα είχε την πρώτη του ανεξάρτητη παραγωγή. Ένας χαρακτήρας, τα δικαιώματα του οποίου άλλαξαν πολλά χέρια (η Universal ήταν αρχικά η κάτοχος των δικαιωμάτων, προτού αυτά περάσουν στην Fox και την New Line).
Καθώς δούλευαν στο Iron Man, η Marvel έκανε ακόμη μια κίνηση – μια το ίδιο σημαντική όσο η επιτυχία της, ίσως – την επαναφορά μερικών από τους πιο διάσημους χαρακτήρες της.

Ο πρόεδρος και η συμφωνία των τεσσάρων δις


Ο Kevin Feige ξεκίνησε στη βιομηχανία του κινηματογράφου έχοντας ως βοηθό παραγωγής την Lauren Shuler Donner (σύζυγο του σκηνοθέτη Richard). Η αγάπη του Feige για τα κόμικ ήταν τόση, που, παρά το νεαρό της ηλικίας του, πήρε το ρόλο του παραγωγού στην ταινία της Fox X-Men. Ήταν μόλις 27 ετών εκείνη την περίοδο.
Από εκεί και πέρα, προχώρησε στην παραγωγή διάφορων ταινιών της Marvel, συμπεριλαμβανομένων των Spider-Man, Daredevil και Hulk. O Feige είχε γίνει πρόεδρος της Marvel Studios το 2007 και κάτω από την επίβλεψή του, η Marvel συνέχισε να ανθεί. O Iron Man, η πρώτη του ταινία ως παραγωγός του στούντιο, απέφερε 585 εκατομμύρια δολάρια, ξεκινώντας έτσι να ξανοίγεται τo cinematic universe.
Το επόμενο καθοριστικό σημείο ήρθε το 2009, όταν η Disney εξαγόρασε την Marvel για το μυθικό ποσό των $4.3 δισεκατομμυρίων. Ο Avi Arad επέμενε πως η Disney είχε κάνει μια εξαιρετική επένδυση, λέγοντας πως ήταν φτηνή τιμή! “Αυτό δεν είναι τίποτα. Είναι δυνατό brand και προγραμματίσαμε πάνω του”, είχε πει.
Η πορεία της Marvel στη συνέχεια επιβεβαίωσε τον Arad. Οι Avengers από μόνοι τους έφεραν δισεκατομμύρια δολάρια εισπράξεις και είναι αυτή τη στιγμή η τρίτη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. Το Iron Man 3 ήταν η δεύτερη ταινία της Marvel που έφερε στα ταμεία της πέραν του ενός δις. Ακόμη και το Guardians Of The Galaxy, έφερε στα ταμεία 750 εκατομμύρια δολάρια. Τέλος, κάνοντας το κλείσιμο του phase 3, μετράει έσοδα πάνω από 4,8 δις. μόνο από τις δύο τελευταίες της ταινίες, το Endgame  και το Infinity war. Με καινούργιες ταινίες και σειρές να επέρχονται.
Για μια εταιρεία που ήταν βυθισμένη στα χρέη πριν από 24 χρόνια, η Marvel είδε αξιοσημείωτη αλλαγή στις τύχες της. Σαν τον υπερήρωα λοιπόν, που ήταν στην σκοτεινότερη του στιγμή το 1996, κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και να βγει νικήτρια…
 
Πηγή : www.gbnewz.com

Τελευταία Νέα

Κατεβάστε την εφαρμογή μας