Στις 6 Ιανουαρίου η Μπαρτσελόνα ολοκλήρωσε τη μεταγραφή του Philippe Coutinho από τη Λίβερπουλ έναντι 120 εκ. ευρώ, μια μεταγραφή που μαζί με τα μπόνους θα ανέλθει ως και 160εκ. ευρώ. Mόλις λίγους μήνες πριν είχε βάλει στα ταμία της το ποσό των 222 εκ. για να παραχωρήσει το Neymar στην Παρί Σεν Ζερμέν, που είναι και η μεταγραφή για την οποία δαπανήθηκε το μεγαλύτερο ποσό στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Και όλα αυτά ένα χρόνο μετά την μεταγραφή ρεκόρ του Pobga στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, έναντι 105 εκ. ευρώ από τη Γιουβέντους.
Εύκολα παρατηρούμε μια συντριπτική άνοδο στα ποσά που δαπανούν οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι για μεταγραφές. Δεν είναι λίγοι οι φίλαθλοι οι οποίοι δυσανασχετούν με αυτά τα ποσά και υποστηρίζουν μεταξύ άλλων ότι είναι σπατάλη χρημάτων και ότι οι παίκτες δεν γίνεται να αξίζουν τόσα χρήματα. Μια από τις πιο συνηθισμένες φράσεις που λέγονται είναι η εξής : Κάποτε με 70 εκατομμύρια (77.5 εκ. το ακριβές ποσό) έπαιρνες τον Ζιντάν και τώρα με 105 τον Pogba.
Στη φράση αυτή κρύβεται όμως η ουσία του τι πραγματικά συμβαίνει. Αυτό που συμβαίνει είναι αυτό το οποίο όλοι μας έχουμε ακούσει και ονομάζεται πληθωρισμός. Όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενο άρθρο (στο οποίο μπορείτε να ανατρέξετε για καλύτερη κατανόηση του παρόντος) πληθωρισμός είναι η τάση αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών, ή αλλιώς, η υποτίμηση του νομίσματος στην οικονομία. Αυτό συμβαίνει όταν αυξάνεται η προσφορά χρήματος σε μια οικονομία και αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια.
Με την αύξηση του ενδιαφέροντος των ανθρώπων για το ποδόσφαιρο, αυξήθηκε σημαντικά και το ενδιαφέρον όσων μπορούν να επωφεληθούν οικονομικά από αυτό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι κλάδοι να επενδύουν όλο και μεγαλύτερα ποσά στο χώρο του ποδοσφαίρου.
Συγκεκριμένα ακολουθούν κάποια ενδεικτικά παραδείγματα. Σύμφωνα με τη FIFA 3.2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παρακολούθησαν έστω και για λίγο τον τελικό του Μουντιάλ το 2014. Η αύξηση των ατόμων που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο αυξάνει όλο και περισσότερο τη ζήτηση. Εκείνη με τη σειρά της αυξάνει την τιμή των τηλεοπτικών δικαιωμάτων καθώς και την τιμή των διαφημίσεων, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των κερδών τόσο για τα τηλεοπτικά κανάλια όσο και για τις ομάδες. Οι ομάδες κερδίζουν φυσικά περισσότερα και από τους χορηγούς. Οι εταιρείες αθλητικής ένδυσης εκμεταλλεύονται τη δημοφιλία του ποδοσφαίρου, για προβολή του brand και των προϊόντων τους, επενδύοντας όλο και μεγαλύτερα ποσά, μεγάλο μέρος των οποίων καταλήγει στις ομάδες.
Λόγω των κερδών αυτών αλλά και της δημοφιλίας που έχει το ποδόσφαιρο και στις τάξεις των πλουσίων, τα τελευταία χρόνια πολλοί Άραβες και άλλοι δισεκατομμυριούχοι αγοράζουν ομάδες πρόθυμοι να δαπανήσουν μεγάλα ποσά για να αγοράσουν τους καλύτερου παίκτες. Κλασσικότερα παραδείγματα τέτοιων ομάδων είναι η Παρί Σεν Ζερμέν και η Μάντσετερ Σίτυ των Αράβων ιδιοκτητών, όπως και η Τσέλσι του Ρόμαν Αμπράμοβιτς.
Η αύξηση του χρήματος στο ποδόσφαιρο έχει μειώσει την αξία του εντός του και συνεπώς έχει επίδραση στην τιμή των βασικότερων συντελεστών του, δηλαδή των ποδοσφαιριστών. Οι σημερινοί ποδοσφαιριστές δεν κοστίζουν πιο ακριβά επειδή είναι καλύτεροι από τους παλαιότερους αλλά γιατί υπάρχει η επίδραση του πληθωρισμού στις τιμές τους. Η επίδραση αυτή είναι αναλογική και για την καλύτερη κατανόηση θα θεωρήσουμε ίση την ποιοτική αξία τριών ποδοσφαιριστών με παρόμοια χαρακτηριστικά (υποθέτοντας ότι στην ίδια θέση θα μπορούσε να είναι ο ίδιος παίκτης στο παρελθόν) : Ronaldinho , Kaka, Neymar.
Ο Ronaldinho μεταγράφηκε το καλοκαίρι του 2003 από την Παρί Σεν Ζερμέν στην Μπαρτσελόνα έναντι 32.5 εκατομμυρίων.
Ο Kaka μεταγράφηκε το καλοκαίρι του 2009 από τη Μίλαν στη Ρεαλ Μαδρίτης έναντι 65 εκατομμυρίων.
Ο Neymar μεταγράφηκε το καλοκαίρι του 2017 από τη Μπαρτσελόνα στην Παρι Σεν Ζερμέν έναντι 222 εκατομμυρίων.
Παρατηρούμε ότι το 2009 η αξία (δηλαδή το ποσό που είναι διατεθειμένη να δώσει μια ομάδα) ενός νεαρού βραζιλιάνου εξτρέμ προερχόμενου από εξαιρετική σεζόν είχε διπλασιαστεί. Το 2017, η αξία ενός τέτοιου παίκτη έχει αυξηθεί κατά 4.3 φορές σε σχέση με το 2009 και κατά 6.8 φορές σε σχέση με το 2003!
Σίγουρα δεν είναι το πιο ακριβές να εξισώσουμε 3 ποδοσφαιριστές επειδή έχουν παρόμοια στοιχεία, ακόμη και αν αυτά είναι πολλά, όπως στο παράδειγμα μας. Πολλοί θα ισχυριστούν ότι ο ένας είναι καλύτερος από τον άλλο και δεν θα συμφωνήσουν όλοι ότι αυτός είναι ο Neymar επειδή είναι αυτός που κόστισε περισσότερο. Αυτό που μπορούμε να καταλάβουμε είναι ότι αυτή την στιγμή οι ομάδες είναι διατεθειμένες να καταβάλουν μεγαλύτερα ποσά για έναν παίκτη συγκριτικά με προηγούμενα χρόνια και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι λόγω των αυξημένων ποσών που επενδύονται, μειώνεται η αξία του χρήματος εντός ποδοσφαίρου και έτσι οι παίκτες φαίνεται ότι αξίζουν περισσότερο.