Του Αιμίλιου Μάριου Δαπόλλα
Έφτασε πάλι Πάσχα και όλοι οι Έλληνες έχουμε εξαπλωθεί σε χωριά και νησιά. Εκεί, ωστόσο, δεν συναντάμε μονάχα τα ξαδέρφια, θείους και θείες, αλλά και τους αυξημένους, για ακόμη μία χρονιά, σε αριθμό τουρίστες που συρρέουν στη χώρα μας από τώρα, μέχρι και το τέλος του καλοκαιριού. Τι γίνεται όμως μετά;
Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής ο τουρισμός την περασμένηχρονιά αυξήθηκε κατά 10% σε σχέση με το 2017, με την πλειοψηφία βέβαια των τουριστών να φτάνουν στη χώρα μας το Β’ και Γ΄τρίμηνο. Γιατί όμως οι τουριστικές υποδομές της χώρας μας να μην αποτελούν προϊόν εκμετάλλευσης και το υπόλοιπο χρονικό διάστημα;
Αυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα έρχονται για να αντιμετωπίσουν οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Μορφές όπως αυτή του αγροτικού, του εκπαιδευτικού, του θρησκευτικού και πολλών ακόμη, μπορούν να δώσουν λύση στο πρόβλημά μας.
Ας μιλήσουμε όμως, πιο συγκεκριμένα, για τον Ιατρικό Τουρισμό. Οικονομίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών όπως η Κροατία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία έχουν καρπωθεί τα οφέλη που έχει να προσφέρει ο Ιατρικός Τουρισμός. Κατά μέσο όρο κάθε χρόνο 5 εκατομμύρια ασθενείς δαπανούν περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια ανά τον κόσμο, μόνο σε παροχές ιατρικών υπηρεσιών εκτός των εθνικών τους συνόρων.
Ο ρυθμός ανάπτυξης του Ιατρικού Τουρισμού αγγίζει, μάλιστα, έναν αριθμό της τάξεως 25-35 τις εκατό ετησίως. Υπηρεσίες όπως η Οδοντιατρική, η Εξωσωματική Γονιμοποίηση και η Πλαστική Χειρουργική συναντάνε συνήθως τη μεγαλύτερη ζήτηση σε σχέση με τις υπόλοιπες.
Προκύπτει, επομένως, το εύλογο ερώτημα, γιατί η Ελλάδα να μην εκμεταλλευτεί στο έπακρον τις τουριστικές υποδομές που διαθέτει, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου; Δεν υπολείπεται σε τίποτα από τις
προαναφερθείσες χώρες παρά σε οργάνωση και στοχευμένη δράση τόσο από την πλευρά επιχειρήσεων, όσο και από την πλευρά της Πολιτείας.
Οι διάφορες μορφές εναλλακτικού τουρισμού ευδοκιμούν και η Ελλάδα δεν έχει παρά μόνον να κερδίσει από την εκμετάλλευσή τους.