Ορισμένες εταιρείες, στην προσπάθειά τους να αποκομίσουν περισσότερα έσοδα, χρησιμοποιούν αυτό που ονομάζουμε Equity Swap.
Δηλαδή, ανταλλάσσουν χρηματοοικονομικά στοιχεία ανάλογα με τις ανάγκες και την κερδοφορία τους, προκειμένου να αυξήσουν τη δεύτερη.
Πιο συγκεκριμένα, μια τέτοιου είδους ανταλλαγή αφορά, κυρίως, μεγάλες εταιρείες χρηματοδότησης και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οπότε, πάμε να δούμε τι ακριβώς είναι το equity swap, πώς λειτουργεί κι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ξεκινάμε με τον ορισμό:
Τι είναι το equity swap;
Είναι μια ανταλλαγή μελλοντικών ταμειακών ροών μεταξύ δύο μερών που επιτρέπει σε κάθε ένα από αυτά να διαφοροποιεί το κέρδος του για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Παράλληλα, κάθε μέρος εξακολουθεί να διατηρεί τα αρχικά του περιουσιακά στοιχεία.
Ένα equity swap είναι παρόμοιο με ένα interest rate swap (ανταλλαγή επιτοκίων).
Αλλά αντί να είναι το ένα σκέλος η «σταθερή» πλευρά, βασίζεται στην απόδοση ενός δείκτη μετοχών.
Τα δύο σύνολα ονομαστικά ίσων ταμειακών ροών ανταλλάσσονται σύμφωνα με τους όρους της ανταλλαγής.
Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει μια ταμειακή ροή βασισμένη σε μετοχές (όπως από ένα περιουσιακό στοιχείο που ονομάζεται μετοχή αναφοράς) που ανταλλάσεται για ταμειακές ροές σταθερού κέρδους (π.χ. επιτόκιο αναφοράς).
Οι ανταλλαγές γίνονται εξωχρηματιστηριακά, είναι πολύ προσαρμόσιμες με βάση το τι συμφωνούν τα δύο μέρη και προσφέρουν τόσο διαφοροποίηση όσο και φορολογικά οφέλη.
Συν τοις άλλοις, επιτρέπουν στα μεγάλα ιδρύματα να αντισταθμίζουν συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή θέσεις στα χαρτοφυλάκιά τους.
Δεν πρέπει να συγχέουμε το equity swap με το debt/equity swap (ανταλλαγή χρεών/μετοχών).
Το δεύτερο είναι μια συναλλαγή αναδιάρθρωσης κατά την οποία οι υποχρεώσεις ή τα χρέη μιας εταιρείας ή ενός ατόμου ανταλλάσσονται με ίδια κεφάλαια.
Επειδή οι ανταλλαγές μετοχών διαπραγματεύονται εξωχρηματιστηριακά, υπάρχει κίνδυνος αντισυμβαλλομένου.
Πώς λειτουργεί ένα equity swap;
Όπως προαναφέρθηκε, ένα equity swap είναι παρόμοιο με ένα interest rate swap, αλλά αντί να είναι το ένα σκέλος η «σταθερή» πλευρά, βασίζεται στην απόδοση ενός δείκτη μετοχών.
Για παράδειγμα, ένα μέρος θα πληρώσει το κυμαινόμενο σκέλος (συνήθως συνδεδεμένο με το LIBOR).
Ως αντάλλαγμα, θα λάβει τις αποδόσεις σε έναν προσυμφωνημένο δείκτη μετοχών σχετικό με το θεωρητικό ποσό της σύμβασης.
Το equity swap επιτρέπει στα μέρη να επωφεληθούν δυνητικά από τις αποδόσεις ενός μετοχικού τίτλου ή δείκτη.
Χωρίς την ανάγκη κατοχής μετοχών, ενός διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου (ETF) ή ενός αμοιβαίου κεφαλαίου που παρακολουθεί έναν δείκτη.
Οι περισσότερες ανταλλαγές αυτού του είδους πραγματοποιούνται μεταξύ μεγάλων εταιρειών χρηματοδότησης, όπως:
- χρηματοδότες αυτοκινήτων,
- επενδυτικές τράπεζες και
- πιστωτικά ιδρύματα.
Το equity swap συνδέεται, συνήθως, με την απόδοση ενός μετοχικού τίτλου ή δείκτη και περιλαμβάνει πληρωμές που συνδέονται με τίτλους σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου.
Τα επιτόκια LIBOR είναι ένα κοινό σημείο αναφοράς για το τμήμα σταθερού εισοδήματος των ανταλλαγών μετοχών.
Ένα equity swap τείνει να διατηρείται σε διαστήματα ενός έτους ή λιγότερο, όπως τα εμπορικά χαρτιά κι η ροή πληρωμών του είναι γνωστή ως σκέλη.
Το πρώτο σκέλος είναι η ροή πληρωμών της απόδοσης ενός μετοχικού τίτλου ή δείκτη (όπως ο S&P 500) για μια καθορισμένη περίοδο, που βασίζεται στην καθορισμένη θεωρητική αξία.
Το δεύτερο σκέλος βασίζεται, συνήθως, στο LIBOR, σε ένα σταθερό επιτόκιο ή σε αποδόσεις άλλων μετοχών ή δεικτών.
Ένα παράδειγμα
Ας υποθέσουμε ότι ένα αμοιβαίο κεφάλαιο επιδιώκει να παρακολουθήσει την απόδοση του δείκτη S&P 500.
Οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων του αμοιβαίου κεφαλαίου θα μπορούσαν να συνάψουν συμβόλαιο ανταλλαγής μετοχών.
Επομένως, δε θα χρειάζεται να αγοράσουν διάφορους τίτλους που παρακολουθούν τον S&P 500.
Η εταιρεία ανταλλάσσει 25 εκατομμύρια δολάρια με βάση το LIBOR συν δύο μονάδες βάσης με μια επενδυτική τράπεζα.
Η τράπεζα αυτή συμφωνεί να πληρώσει οποιαδήποτε ποσοστιαία αύξηση στα 25 εκατομμύρια δολάρια που επενδύονται στον δείκτη S&P 500 για ένα έτος.
Ως εκ τούτου, σε ένα έτος, το αμοιβαίο κεφάλαιο θα όφειλε τόκους 25 εκατομμυρίων δολαρίων με βάση το LIBOR συν δύο μονάδες βάσης.
Ωστόσο, η πληρωμή του θα αντισταθμιστεί κατά 25 εκατομμύρια δολάρια πολλαπλασιαζόμενα με την ποσοστιαία αύξηση του S&P 500.
Αν ο S&P 500 πέσει μέσα στο επόμενο έτος, τότε το αμοιβαίο κεφάλαιο θα πρέπει να πληρώσει στην επενδυτική τράπεζα την πληρωμή τόκων.
Επιπρόσθετα, οφείλει να πληρώσει και το ποσοστό που ο S&P 500 έπεσε επί 25 εκατομμύρια δολάρια.
Εάν, όμως, ο S&P 500 αυξηθεί περισσότερο από το LIBOR συν δύο μονάδες βάσης, η επενδυτική τράπεζα χρωστάει τη διαφορά στο αμοιβαίο κεφάλαιο.
Δεδομένου ότι οι ανταλλαγές είναι προσαρμόσιμες με βάση το τι συμφωνούν τα δύο μέρη, υπάρχουν πολλοί πιθανοί τρόποι αναδιάρθρωσης αυτής της ανταλλαγής.
Αντί για το LIBOR συν δύο μονάδες βάσης, θα μπορούσαμε να έχουμε δει ένα σημείο χρέωσης ή αντί για τον S&P 500, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένας άλλος δείκτης.
Κι ένα συμπέρασμα…
Οι μεγάλες εταιρείες χρηματοδότησης, λοιπόν, αξιολογούν τις υπάρχουσες συνθήκες και τα αποτελέσματα χρήσης τους.
Αναλόγως, αποφασίζουν αν χρειάζεται ή αν επιθυμούν να προχωρήσουν σε συμφωνία με κάποιον επιχειρηματικό εταίρο για equity swap.
Αυτός ο τύπος οργανισμών εμπορεύεται χρηματοοικονομικά στοιχεία κι όχι καταναλωτικά αγαθά, που προωθούνται με τη βοήθεια της διαφήμισης.
Άρα, πρέπει να κλείνουν συμφωνίες τέτοιες, ώστε να τους αποφέρουν κέρδη και στην προκειμένη περίπτωση η διαφοροποίηση χαρτοφυλακίου είναι απαραίτητη.
Επιπλέον, η ανταλλαγή αυτή είναι για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, που σημαίνει ότι η εκάστοτε εταιρεία δε χάνει οριστικά το όποιο περιουσιακό της στοιχείο.
Με άλλα λόγια, μπορεί να είναι μια ωφέλιμη συμφωνία και για τις δύο μεριές αρκεί η καθεμιά να έχει μελετήσει τις ανάγκες της.
Πηγή: Investopedia