Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η ολοένα διεθνοποίηση των συναλλαγών συνετέλεσαν, όπως είναι γνωστό, τις τελευταίες δεκαετίες, στη γέννηση και την ταχεία διάδοση νέων, άγνωστων μορφών συμβάσεων σε διάφορους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας από τον τομέα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων μέχρι την ίδια την εσωτερική οργάνωση και διοίκηση αυτών.
Η περίοδος του Covid-19, με τα επαναλαμβανόμενα lockdown της αγοράς, συνέβαλε άλλωστε δραστικά στη δημιουργία ενός εντελώς νέου τρόπου λειτουργίας των επιχειρήσεων με την εφαρμογή εξ αποστάσεως εργασίας, τη σύναψη συμφωνιών και την εκτέλεση συναλλαγών από μακριά αποκλειστικά με τη χρήση τεχνικών μέσων καθώς και την σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση του ηλεκτρονικού εμπορίου σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Η αντικατάσταση του μέχρι σήμερα «παραδοσιακού» μοντέλου λειτουργίας των επιχειρήσεων, ωστόσο, έκανε αισθητό το έλλειμα εμπιστοσύνης κατά την ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών τους (εμπορικά απόρρητα, σχέδια, μέθοδοι, συστήματα επικοινωνίας κ.λπ.) που χρήζουν προστασίας σε επίπεδο αθέμιτου ανταγωνισμού και προσέλκυσης πελατείας.
Στο πλαίσιο αυτό αναδείχθηκε όσο ποτέ άλλοτε η ανεπάρκεια των ήδη νομοθετημένων ρυθμίσεων για την προστασία επιχειρηματικών πληροφοριών, οι οποίες αποτελούν άυλα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης και ως εκ τούτου πρέπει να διατηρηθούν μυστικές με βάση την αρχή της εμπιστευτικότητας.
Ως εκ τούτου, κατέστη περισσότερο από ποτέ επιτακτική η ανάγκη για τη σύναψη των λεγόμενων συμβάσεων εμπιστευτικότητας (Νon Disclosure Agreements – NDAs ), σε ολοένα και περισσότερες πτυχές λειτουργίας της επιχείρησης, σύμφωνα με την αρχή της συμβατικής ελευθερίας αλλά και την πάγια αναγνώρισή τους από τη νομολογία των Δικαστηρίων ως έγκυρων.
Τι είναι οι συμβάσεις εμπιστευτικότητας;
Οι συμφωνίες ή ρήτρες ή συμβάσεις εμπιστευτικότητας λοιπόν (ΝDAs), είναι οι έγγραφες συμφωνίες προστασίας επιχειρηματικών απορρήτων και κάθε είδους πληροφοριών με ιδιαίτερη σημασία για τη δημιουργία υπεραξίας της επιχείρησης, κατά την κατάστρωση του εκάστοτε business plan, οι οποίες συνάπτονται είτε με εργαζομένους της ίδιας ή ακόμη και με τρίτους αντισυμβαλλόμενους που για οποιοδήποτε λόγο γίνονται «κοινωνοί» αυτών των πληροφοριών κατά τις διαπραγματεύσεις ή κατά τη σύναψη μίας συμφωνίας συνεργασίας με την επιχείρηση.
Ποιό είναι το περιεχόμενο των συμβάσεων εμπιστευτικότητας;
Το ελάχιστο σε γενικές γραμμές περιεχόμενο μίας σύμβασης εμπιστευτικότητας θα πρέπει να αναφέρει:
- Τα πρόσωπα που συμβάλλονται και τα πλήρη στοιχεία αυτών
- Τις ιδιότητες με τις οποίες συμβάλλονται- Τις υποχρεώσεις και το ρόλο που αναλαμβάνουν με τη σύμβαση
- Το αντικείμενο προστασίας – Ποια στοιχεία και πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές
- Τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπιστευτικότητας μετά το πέρας της αρχικής σύμβασης στο πλαίσιο της οποίας παρασχέθηκαν οι αυξημένης προστασίας πληροφορίες ή το εάν αυτή θα ισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της αρχικής
- Η δυνατότητα, ενδεχομένως, κοινοποίησης των εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτα πρόσωπα και, υπό ποιες προϋποθέσεις
- Οι συνέπειες από την παράβαση της σύμβασης εμπιστευτικότητας και ιδίως ο προσδιορισμός οφειλόμενης αποζημίωσης από τον παραβάτη με τη μορφή συγκεκριμένου υπολογισμού της (πάντοτε δυσαπόδεικτης) ζημίας, ή συγκεκριμένου ποσού κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης, ή ποσού ποινικής ρήτρας καθώς και οποιοδήποτε άλλο μέτρο κριθεί αποτελεσματικό για την αποτροπή του κινδύνου περαιτέρω ανακοίνωσης ή χρήσης των απόρρητων πληροφοριών
Συμβάσεις Εμπιτευτικότητας: Ποιά η σημασία τους;
Αναμφισβήτητα οι ειδικές συμβάσεις εμπιστευτικότητας δρουν καταλυτικά σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις παραβίασης των επιχειρηματικών απορρήτων οι οποίες δύσκολα αποδεικνύονται και προστατεύονται με τις γενικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
Λειτουργούν πρωτίστως προληπτικά εξασφαλίζοντας αποτελεσματικό επίπεδο προστασίας των επιχειρήσεων. Αποτελούν ισχυρό αποδεικτικό μέσο ενώπιον των δικαστικών αρχών σε πιθανές διενέξεις που θα ανακύψουν από την αθέτησή τους.
Παράλληλα ενεργούν ως μέσο ισχυρής ψυχολογικής πίεσης στο δεσμευόμενο μέρος για την αποφυγή καταστρατήγησής τους καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε την σε βάρος του «κατάπτωση» ιδιαίτερα μεγάλης , συνήθως, ποινικής ρήτρας.
Έτσι, οι επιχειρήσεις που επιλέγουν τη διασφάλιση της υπεραξίας των απόρρητων πληροφοριών τους μέσω ειδικά καταρτισμένων για τις ανάγκες τους συμφωνιών εμπιστευτικότητας, κερδίζουν σημαντικά σε χρόνο αλλά και «χρήμα» αποφεύγοντας την εμπλοκή τους σε μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες, που μπορεί να αποβούν «μοιραίες» για το αρχικά καλοστημένο «business plan» τους.
Καθώς λοιπόν ο επιχειρηματίας που επιλέγει να αξιώσει τη σύναψη μιας σύμβασης εμπιστευτικότητας προσβλέπει στην αξία εκείνης και στην προστασία του ίδιου και της επιχείρησής του θα πρέπει εξίσου να έχει υπόψιν του ότι θα πρέπει να πράξει αυτό μέσω μίας καλά διατυπωμένης «tailor made» σύμβασης.
Πράγματι, μία σύμβαση εμπιστευτικότητας, προκειμένου να αποβεί αποτελεσματική, θα πρέπει πρωτίστως να ανταποκρίνεται ακριβώς στις ιδιαίτερες ανάγκες και την κρισιμότητα των απόρρητων στοιχείων που θέλει να προστατεύσει προκειμένου να διασφαλισθεί η υπεραξία της άυλης περιουσίας της επιχείρησής του.
Σε κάθε περίπτωση επομένως κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή καταρτισμένων νομικών που θα παρέχουν κατάλληλες συμβουλές για κάθε επιμέρους περίπτωση, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές και ζημιογόνες για την επιχείρηση επιπτώσεις από τις μη ορθές διατύπωσεις μίας σύμβασης εμπιστευτικότητας.
Ελένη Α. Γρηγορίου – Δικηγόρος LL.M. Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου