Η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου είναι μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κράτη με σκοπό να μειωθούν τα μεταξύ τους σύνορα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές.
Μέσα από τις πολιτικές ελεύθερου εμπορίου τα αγαθά και οι υπηρεσίες μπορούν να αγοραστούν και να πωληθούν σε διεθνή όρια με πολύ μικρούς ή καθόλου κυβερνητικούς δασμούς, ποσοστά, επιδοτήσεις ή απαγορεύσεις που περιορίζουν τις αγοραπωλησίες.
Η ιδέα του ελεύθερου εμπορίου είναι το αντίθετο του εμπορικού προστατευτισμού ή της οικονομικής απομόνωσης.
Πώς λειτουργεί μια Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου
Τη σύγχρονη εποχή, η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου εφαρμόζεται συχνά μέσω μιας επίσημης, κοινής συμφωνίας ανάμεσα στα εμπλεκόμενα έθνη.
Παρόλα αυτά, μια πολιτική ελεύθερου εμπορίου μπορεί απλά να σημαίνει την απουσία κάθε εμπορικού περιορισμού.
Μια κυβέρνηση, δε χρειάζεται να αναλάβει συγκεκριμένη δράση για να προάγει το ελεύθερο εμπόριο.
Αυτή η πολιτική αναφέρεται σαν το εμπορικό laisser-faire ή αλλιώς εμπορική ελευθεροποίηση.
Οι κυβερνήσεις με πολιτική ελεύθερου εμπορίου ή συμφωνίες, δεν εγκαταλείπουν απαραίτητα όλους τους ελέγχους των εισαγωγών και εξαγωγών.
Δεν εξαλείφουν επίσης όλες τις πολιτικές του προστατευτισμού.
Στο σύγχρονο διεθνές εμπόριο, λίγες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου έχουν σαν αποτέλεσμα το απολύτως ελεύθερο εμπόριο.
Για παράδειγμα, ένα κράτος μπορεί να επιτρέψει το ελεύθερο εμπόριο με ένα άλλο κράτος με εξαιρέσεις που απαγορεύουν την εισαγωγή συγκεκριμένων ουσιών ή φαρμάκων που δεν εγκρίνονται από τους ρυθμιστές.
Μπορεί επίσης να απαγορευτούν ζώα που δεν έχουν εμβολιαστεί ή επεξεργασμένα φαγητά που δεν ανταποκρίνονται στα ποιοτικά τους στάνταρ.
Μια χώρα μπορεί επίσης να έχει σε εφαρμογή πολιτικές που αποκλείουν συγκεκριμένα προϊόντα από την επιβολή δασμών.
Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να προστατεύσει τους παραγωγούς της από τον εξωγενή ανταγωνισμό στον τομέα τους.
Τα Οικονομικά του Ελεύθερου Εμπορίου
Αρχικά, το ελεύθερο εμπόριο σε διεθνές επίπεδο δεν διαφέρει από το εμπόριο μεταξύ γειτόνων, πόλεων ή και περιφερειών.
Παρόλα αυτά, επιτρέπει στις επιχειρήσεις κάθε χώρας να συγκεντρωθούν στην παραγωγή και την πώληση των αγαθών που χρησιμοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τα αποθέματα τους.
Άλλες επιχειρήσεις εισάγουν αγαθά τα οποία είναι σπάνια ή μη διαθέσιμα στη συγκεκριμένη χώρα.
Η μείξη τοπικής παραγωγής και ξένου εμπορίου επιτρέπει στις οικονομίες να αποκτούν ταχύτερη ανάπτυξη ενώ καλύπτονται καλύτερα οι ανάγκες των καταναλωτών τους.
Αυτή η άποψη έγινε αρχικά γνωστή το 1817 από τον οικονομολόγο David Ricardo στο βιβλίο του “Για τις αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας”.
Επεσήμανε ότι το ελεύθερο εμπόριο επεκτείνει την ποικιλομορφία και ρίχνει τις τιμές των διαθέσιμων αγαθών σε μια χώρα.
Τόνισε επίσης ότι εκμεταλλεύεται καλύτερα τα εγχώρια αποθέματα, τις γνώσεις και τις ειδικές δεξιότητες της κάθε χώρας.
Μοντέλα Ελεύθερου Εμπορίου
Ας δούμε ποια είναι:
Μερκαντιλισμός
Πριν το 1800, το παγκόσμιο εμπόριο κυριαρχούνταν από τη θεωρία του μερκαντιλισμού.
Αυτή η θεωρία έδινε προτεραιότητα στο να υπάρχει ευνοϊκή εμπορική ισορροπία σε σχέση με τις άλλες χώρες και να συγκεντρωθούν περισσότερα αποθέματα πολύτιμων μετάλλων (χρυσού και ασημιού).
Για να επιτευχθεί ευνοϊκή ισορροπία εμπορίου, οι χώρες συχνά θέτανε όρια όπως φόρους και δασμούς έτσι ώστε να αποθαρρύνουν τους κατοίκους από την αγορά εισαγόμενων προϊόντων στηρίζοντας με αυτό τον τρόπο τις τοπικές οικονομίες.
Συγκριτικό Πλεονέκτημα
Ο Ricardo εισήγαγε τον όρο “συγκριτικό πλεονέκτημα” ο οποίος αναφέρει ότι οι χώρες μπορούν να έχουν τα μέγιστα οφέλη μέσω του ελεύθερου εμπορίου.
Τόνισε επίσης ότι οι χώρες μπορούν να έχουν τα μέγιστα οφέλη μέσω του ελεύθερου εμπορίου.
Υποστήριξε επίσης ότι εάν οι χώρες θέσουν σαν προτεραιότητα την παραγωγή των αγαθών που μπορούν να παράγουν πιο φτηνά από τις άλλες χώρες (εκεί όπου έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα) θα μπορέσουν να παράγουν περισσότερα αγαθά συνολικά από όταν αν περιορίζαν το εμπόριο.
Συμφωνία ελεύθερου εμπορίου: Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Ποια είναι αυτά;
Γρήγορη Ανάπτυξη
Το ελεύθερο εμπόριο έχει επιτρέψει σε πολλές χώρες να απολαμβάνουν γρήγορη οικονομική ανάπτυξη επικεντρώνοντας στις εξαγωγές και τα αποθέματα στα οποία έχουν ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Πολλές χώρες έχουν καταφέρει να προσεγγίσουν ξένες επενδύσεις και να παρέχουν σχετικά υψηλόμισθες θέσεις εργασίας για τον εγχώριους εργαζόμενους.
Χαμηλότερες Παγκόσμιες Τιμές
Για τους καταναλωτές, το ελεύθερο εμπόριο δημιουργεί ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο οι χώρες κάνουν το παν για να παρέχουν τις χαμηλότερες δυνατές τιμές για τα αποθέματα τους.
Αυτό επιτρέπει στους κατασκευαστές να παρέχουν χαμηλότερες τιμές για τα τελικά προϊόντα αυξάνοντας την αγοραστική δύναμη για όλους τους καταναλωτές.
Ανεργία και Επιχειρηματικό Χάσιμο
Όταν μια χώρα ανοίγει τα σύνορα της στο ελεύθερο εμπόριο, υπάρχουν οικονομικά μειονεκτήματα για ορισμένους.
Οι εγχώριες οικονομίες μπορεί να μην μπορούν να ανταγωνιστούν με τις ξένες προκαλώντας τοπική ανεργία.
Οι μεγάλης κλίμακας βιομηχανίες μπορεί να καταφύγουν σε χώρες με πιο χαλαρό περιβαλλοντικό και εργατικό νομικό πλαίσιο.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα περισσότερη μόλυνση και την εξάπλωση της παιδικής εργασίας.
Αυξημένη εξάρτηση από την Παγκόσμια Αγορά
Το ελεύθερο εμπόριο μπορεί επίσης να κάνει τις χώρες πιο εξαρτημένες από την παγκόσμια αγορά.
Για παράδειγμα, ενώ οι τιμές για κάποια αγαθά μπορεί να είναι πιο καλές, στην παγκόσμια αγορά υπάρχουν στρατηγικά οφέλη για μια χώρα η οποία παράγει εγχώρια αυτά τα αγαθά.
Σε περίπτωση πολέμου ή κρίσης, η χώρα μπορεί να αναγκαστεί να ξαναχτίσει αυτές τις βιομηχανίες από την αρχή.
Συμφωνία Ελεύθερου εμπορίου: Παράδειγμα
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα ελεύθερου εμπορίου σήμερα.
Τα κράτη-μέλη σχηματίζουν μια ξεχωριστή άνευ συνόρων οντότητα για τους σκοπούς του εμπορίου.
Η υιοθέτηση του ευρώ από τα περισσότερα αυτά κράτη ομαδοποιεί περαιτέρω την κατάσταση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το σύστημα διακατέχεται από γραφειοκρατεία που εδρεύει στις Βρυξέλλες η οποία και πρέπει να διαχειριστεί τα πολυσχεσιακά ζητήματα που αφορούν στο εμπόριο και τα οποία προκύπτουν από τους αντιπροσώπους των κρατών-μελών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αυτή τη στιγμή έχουν έναν αριθμό συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου.
Αυτές συμπεριλαμβάνουν πολυεθνικές συμφωνίες όπως η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Βόρειας Αμερικής (ΝAFTA-North America Free Trade Agreement), η οποία καλύπτει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής , τον Καναδά και το Μεξικό και την CAFTA (Central America Free Trade Agreement-Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Κεντρικής Αμερικής) η οποία περιλαμβάνει τις περισσότερες πολιτείες της Κεντρικής Αμερικής.
Υπάρχουν επίσης ξεχωριστές εμπορικές συμφωνίες με χώρες όπως η Αυστραλία και το Περού.
Συνολικά, οι συμφωνίες αυτές σημαίνουν ότι σχεδόν τα μισά από το σύνολο των αγαθών που εισάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες έρχονται χωρίς δασμούς σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης.
Ο μέσος δασμός εισαγωγών σε βιομηχανικά προϊόντα είναι 2%.
Οι Αμερικάνικες ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος έχουν πετυχημένα καταφέρει να θεσπίσουν εμπορικούς περιορισμούς σε εκατοντάδες εισαγωγές οι οποίες περιλαμβάνουν το ατσάλι, τη ζάχαρη, τα αυτοκίνητα, το γάλα, τον τόνο, το μοσχάρι και τα τζιν.
Πηγή: Ιnvestopedia